- ἀγκυλόδειρος
- ἀγκῠλό-δειρος, ον,A crooknecked, Opp.H.4.630.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγκυλόδειρος — ἀγκυλόδειρος, ον (Α) αυτός που έχει αγκύλο, κυρτό τράχηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + δειρὴ (= τράχηλος)] … Dictionary of Greek
ἀγκυλόδειρον — ἀγκυλόδειρος crooknecked masc/fem acc sg ἀγκυλόδειρος crooknecked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)